μεταμορφωτικός

μεταμορφωτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή αυτός που προκαλεί μεταμόρφωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμορφώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταμορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μεταμόρφωση ή μπορεί να προκαλέσει μεταμόρφωση: Έγιναν μεταμορφωτικές προσπάθειες στον τομέα του τουρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”